.....Σελίδες της εφημερίδας "ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ" ....νέες εκδόσεις, δοκίμιο, μυθιστόρημα, ποίηση, παιδικό βιβλίο, λογοτεχνικά περιοδικά......... ....για την παρουσίαση του βιβλίου σας στείλτε μας ένα αντίτυπο στην δ/νση: Για Πόπη Βερνάρδου, Μεσολογγίου 12, Ανατολή Νέα Μάκρη 19005 τηλ. επικοινωνίας: 22940 99125

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

~


"O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν᾽ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό...". Γκαίτε.
Buchhandel Bowker Electre Informazioni Editoriali Micronet Nielsen Book Data

Μετάφραση [Translate]

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Κυκλοφόρησε το νέο μυθιστόρημα με τίτλο "ΑΝ ΗΞΕΡΑ ΑΛΛΙΩΣ ΝΑ Σ' ΑΓΑΠΩ" της Γιόλας Δαμιανού-Παπαδοπούλου από τις εκδόσεις Ψυχογιός

  Ελληνική λογοτεχνία  
ΑΝ ΗΞΕΡΑ ΑΛΛΙΩΣ ΝΑ Σ' ΑΓΑΠΩ
της ΓΙΟΛΑΣ ΔΑΜΙΑΝΟΥ-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Λογοτεχνία, Κοινωνικό
Σελίδες : 520, εκδόσεις Ψυχογιός
Αθήνα 2016

Το πάθος της για τον χορό κράτησε τη Γιολάντα μακριά από τις οικογενειακές επιχειρήσεις, παρόλο που ήταν βαθιά επιθυμία του πατέρα της να τον διαδεχθεί. Προτίμησε να ακολουθήσει το όνειρό της: Μουσική Ακαδημία, Laban Dance Centre, και μετά… κατάκτηση όλων των μουσικών σκηνών του κόσμου!
Μα ένας κεραυνοβόλος έρωτας ορμά σαν τυφώνας στον δρόμο της εκτροχιάζοντας τη ζωή της και θέτοντας υπό αίρεση τους στόχους της. Ένας έρωτας αντιφατικός, επίμονος, αντίθετος προς τις αρχές της, ένας έρωτας εκμαυλιστής την εξουσιάζει, κι αυτή, ανυπεράσπιστη, ακολουθεί πειθήνια τις προσταγές του.
Τι είναι εκείνο που κάνει μια γυναίκα έξυπνη, χαρισματική και επιτυχημένη να αισθάνεται μπερδεμένη και ανασφαλής; Γιατί η Γιολάντα έπαψε να έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό της, στις δικές της αξίες, και αφέθηκε να εγκλωβιστεί μέσα σ’ αυτό που πίστευε πως είναι ευτυχία; Απ’ όλους τους δικούς της ανθρώπους μόνο ο παιδικός της φίλος Στέφανος μπόρεσε να προβλέψει την εξέλιξη αυτής της σχέσης, γιατί μόνο αυτός ήταν ικανός να της προσφέρει την αγάπη που της άξιζε.
Η κάθαρση θα είναι για όλους τραγική…

~~~~~~~~~~~~~~~~
Η ΓΙΟΛΑ ΔΑΜΙΑΝΟΥ- ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ γεννήθηκε στη Λευκωσία. Έζησε πολλά χρόνια στο Κονγκό και στη Νιγηρία. Σπούδασε δημοσιογραφία και συνεργάστηκε με ραδιοφωνικούς σταθμούς, περιοδικά και εφημερίδες της Κύπρου σε χρονογράφημα, πολιτιστικά και έρευνα. Έχει γράψει μυθιστορήματα για ενηλίκους και παιδιά, ενώ για το έργο της έχει αποσπάσει κρατικά βραβεία και πολλές διακρίσεις σε Κύπρο, Ελλάδα και Ευρώπη. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΑΓΑΠΗ και ΑΝ ΗΞΕΡΑ ΑΛΛΙΩΣ ΝΑ Σ’ ΑΓΑΠΩ.

_____________

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Αργύρης Χιόνης – Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες

   Ελληνική Λογοτεχνία    
Παραμυθίες στα χώματα

Το ταπεινό χορτάρι που φυτρώνει
Ανάμεσα στις πλάκες των πεζοδρομίων μας
Δεν είναι διόλου ταπεινό
Είναι το δάσος που επιστρέφει
Είναι η ζούγκλα που ποτέ δεν παραιτήθηκε
Από αυτό που της ανήκει
Και που της πήραμε με τόσο δόλο

Η γάτα που μας γδέρνει τάχα παίζοντας το χέρι
Δεν παίζει καθόλου
Είναι το αιλουροειδές που εκδικείται
Για όλ’ αυτά τα χάδια ανάμεσα στα μάτια
Για όλ’ αυτά τα αποφάγια της ζωφιλίας μας
Είναι η τίγρη που τη σάρκα μας γυρεύει.

…έγραφε ο Αργύρης Χιόνης στη «Μικρή φυσική ιστορία», ένα ποίημα που εμπνεύστηκε από την σύντομη ιστορία «Ο ανδριάντας» και που ο ίδιος το παραθέτει στις σημειώσεις του για να καταδείξει, όπως γράφει, την υπεροχή της ποίησης έναντι της πεζογραφίας, καθώς, «ενώ η δεύτερη περιγράφει ή αναπαριστά την πραγματικότητα, η πρώτη με ελάχιστα μέσα και άκρα λιτότητα αναδημιουργεί τον κόσμο». Ο ανδριάντας, πρωτοδημοσιευμένος στο περιοδικό Φάσμα (τεύχος 2, 1982) είναι ένα απολαυστικό διήγημα με επίκεντρο τον ανδριάντα ενός εθνικού ευεργέτη που στήνεται με μοντέλο έναν κτηνοτρόφο που του έμοιαζε και που κατάκοιτος ων, συνεπώς ακίνητος, διευκολύνει τον καλλιτέχνη. Ο συγγραφέας διατρέχει με ειρωνική σκωπτικότητα όλες τις περιόδους του αγάλματος μέχρι το ανεξήγητο πρασίνισμά του και τις σχετικές λαϊκές εκδοχές, την αποκάλυψη της αηδιαστικής χαλκοπράσινης σάρκας, τις βόλτες του στην πλατεία και την επιθυμία των περιπατητών να απαλλαγούν από τον πρώην ευεργέτη και νυν μπαμπούλα.

Τι ενώνει έντεκα ιστορίες ύψους οριζοντίου; Πρώτα η έμφυτη μυθοπρακτική του συγγραφέα: η κατασκευή ιστοριών από το τίποτα ή το σχεδόν, ο εμποτισμός τους με πολύτιμη σοφία ζωής, η γλυκόπικρη ανάσταση και αποκαθήλωση των αυτονόητων. Όπως η μνήμη του συγκρατεί την γιαγιά του στην περίκλειστη αυλή με τον μικρό λαχανόκηπο να διαβάζει τη Βίβλο, διασκευάζοντας μες στο μυαλό της τα Ιερά Κείμενα σε παραμύθια, έτσι κι εκείνος επαληθεύει την προς αυτόν προτροπή της Ζυράνας Ζατέλη «να γράφει στα χώματα», στο σημείο που όσοι βρίσκονται κάτω από αυτά γειτνιάζουν με όσους βρίσκονται από πάνω. Μόνο που αυτές οι γραφές έχουν έναν βαθύτατο ιαματικό προορισμό: η αποσταγμένη παραμυθία των παραμυθιών του υπήρξε πρώτιστα για εκείνον βαθιά ψυχική ανάγκη να ξεγελάσει τον χρόνο και να κοροϊδέψει τα υπαρξιακά του άλγη.

Περνούσανε, λοιπόν, πλάι απ’ την παπαρούνα, σαν να μην είχε τίποτε συμβεί, γιατί, όσο κι αν φαίνεται τρελό, οι άνθρωποι της πολιτείας κοιτούσαν, μα δεν βλέπανε. Παράξενο πράγμα όμως· ενώ όλοι τους βαδίζαν στα τυφλά, κανένας δεν την πάτησε, λες κι είχε σηκωθεί τριγύρω της αόρατο περίφραγμα, για να την προστατέψει απ’ όλες αυτές τις στρατιές πελμάτων που την απειλούσαν με ισοπέδωσε κι έτσι να συνεχίσει να υπάρχει η ομορφιά στη μέση της ασκήμιας, κι ας ήτανε αόρατη, μια που κανένας δεν την έβλεπε, κι ας μην ήτανε παρηγοριά για κανέναν, μια που κανένας δεν την αποζητούσε. [«Η ομορφιά που γεννιόταν και πέθαινε απαρατήρητη και που, παρ’ όλ’ αυτά, ποτέ δεν το’ βαλε κάτω», σ. 56]

Γι’ αυτό κι εδώ συνυπάρχουν ο διάχυτος εξομολογητικός τόνος ενός εργάτη των εννοιών που κολυμπά ανάμεσα στην αοριστία, τη σύγχυση και την άγνοια εγκυκλοπαιδικών λημμάτων, προβαίνει σε – συγχωρήστε μου τον όρο – αστυνομική αρχαιολογία και διαπιστώνει την ματαιότητα της έρευνας («Αλφηός συν Αρέθωνι») και η περιπέτεια μιας πέτρας που ζει ειρηνικά την πέτρινη ζωή της, χωρίς να ενοχλείται από τη μονοτονία της αφού δεν γνωρίζει τι είναι μονοτονία, αλλά γνωρίζει ξαφνικά τόσο τον παράδεισο (χάρη στην σφεντόνα ενός αγοριού βρίσκεται σ’ έναν κήπο), όσο και την κόλαση (παγιδεύεται στην άσφαλτο από το ανέμελο χέρι ενός κοριτσιού) («Μια πέτρα που δεν είχε τίποτα να χάσει»). Το επιμύθιο που ολοκληρώνει την κάθε ιστορία αλλά και οι απολαυστικές περί αυτών σημειώσεις δεν μας θρέφουν μόνο με πολύτιμα συμπεράσματα που μοιάζουν δεδομένα μα είναι πάντα φευγαλέα αλλά και μας προσκαλούν στον δικό του δημιουργικό κόσμο.

Από τα Σεπόλια στις ευρωπαϊκές πόλεις και πίσω σε απομονωμένο ορεινό χωριό, βιοπαλαιστής στην Αθήνα και στο Παρίσι, δάσκαλος και μεταφραστής στο Άμστερναμ, κοινοτικός μεταφραστής στις Βρυξέλλες, πάντα ποιητής αλλά και υποκύψας στον δαίμονα της πεζογραφίας, κάποτε και της μετάφρασης (μετέφρασε μεταξύ άλλων Octavio Paz, Henri Michaux, Roberto Juarroz, Nicanor Parra και Jane Austen), ο συγγραφέας τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του είχε αποσυρθεί στο Θροφαρί της ορεινής Κορινθίας – αυτή ίσως είναι η ιδανική κατάληξη της πορείας ενός λογο – τεχνίτη που υπήρξε ταυτόχρονα απλός άνθρωπος και ανήσυχος στοχαστής, μάστορας παραμυθιών και φιλόσοφος ουσίας. Γιατί, όπως γράφεται κάπου σε μια ιστορία, μπορεί να μην υψώνεσαι στα ύψη αλλά να απλώνεσαι στα πλάτη.

… η Απουσία δεν είναι πουλί αλλά θηρία ανήμερο που, σιωπηλό και άφαντο, τρώει τα σωθικά μας, ώσπου να γίνουμε κενά τεμένη, μαυσωλεία θαμπών αναμνήσεων. Επιμύθιο: Η Απουσία είναι το μοναδικό θηρίο που ο άνθρωπος όχι μονάχα δεν κατάφερε ποτέ να εξημερώσει, αλλ’ ούτε να συλλάβει καν. Βέβαια, πάντα ελπίζει ότι θα τα καταφέρει, γι’ αυτό και σ’ όλους τους ζωολογικούς κήπους υπάρχει εν’ αδειανό κλουβί γι’ αυτήν.[«Η απουσία», σ. 48]

Η συλλογή κλείνει με την απόλυτη παραμυθία μιας υπερρεαλιστικής αντιστροφής που όλοι ονειρευτήκαμε μικροί: μια ζωόφιλη και ζωοποιό κρεατομηχανή, μιαανώμαλη αντάρτισσα από την οποία ξεπηδούν αγελάδες, βόδια, μοσχάρια και ταύροι που χαιρετούν τον παράξενο, καλό χασάπη και ξεχύνονται προς τα δάση. Αν όμως εκείνος επιχειρήσει να την επιδιορθώσει, παραγεμίζοντάς την με κιμά, τότε κινδυνεύει από μέσα της να ξεπηδήσει μια άγρια πεινασμένη τίγρη… Ο Χιόνης εδώ ξανάγραψε την ιστορία, πράγμα που, όπως για άλλη μια φορά μας αποκαλύπτει στις σχετικές σημειώσεις, θα επιθυμούσε να κάνει με όλο το έργο του, προσθέτοντας: Η αίσθηση, ωστόσο, ότι ζω με δάνειο χρόνο, βαίνοντα σταθερά προς τη λήξη του, με πανικοβάλλει και, αντί να κάτσω με ηρεμία και σύνεση, να διορθώσω τα λάθη του παρελθόντος, με απελπισμένη ανυπομονησία σε νέα λάθη προβαίνω. Ευτυχώς για μας, ο αξέχαστος συγγραφέας προέβη κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του σε πολλά τέτοια «λάθη», να έχουμε να διαβάζουμε και να απολαμβάνουμε, παραμυθιάζοντας τη δική μας ζωή, όσο διαρκεί. Και να ρίχνουμε στα ελάχιστα δικά μας χώματα λίγο κρασί, σπονδή στη μνήμη του, στο λόγο του και στη μνήμη κάθε λόγου άξιου μνήμης.

Εκδ. Κίχλη, 2008 [Ε΄ έκδ. Σεπτ. 2011], σελ. 126. Με τα σχέδια της Εύης Τσακνιά που δίνουν στην ούτως ή άλλως προσεγμένη έκδοση μια παλαιά εκδοτική ωραιότητα…
… όπως, άλλωστε, κι η εμπνευσμένη, πιστή γριά μου Remington που, με τρόπο μαγικό, μεταποιεί σε ποίηση τα βάρβαρα πλήγματα που καταφέρω στα ευαίσθητα πλήκτρα της. [Οι τελευταίες λέξεις του βιβλίου]

Σημ. 1η φωτ. του συγγραφέα: Βασίλης Ψαρρός, 3η φωτ. του συγγραφέα: Μιχάλης Βιρβιδάκης.

______________
από το:  pandoxeio