.....Σελίδες της εφημερίδας "ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ" ....νέες εκδόσεις, δοκίμιο, μυθιστόρημα, ποίηση, παιδικό βιβλίο, λογοτεχνικά περιοδικά......... ....για την παρουσίαση του βιβλίου σας στείλτε μας ένα αντίτυπο στην δ/νση: Για Πόπη Βερνάρδου, Μεσολογγίου 12, Ανατολή Νέα Μάκρη 19005 τηλ. επικοινωνίας: 22940 99125

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

~


"O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν᾽ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό...". Γκαίτε.
Buchhandel Bowker Electre Informazioni Editoriali Micronet Nielsen Book Data

Μετάφραση [Translate]

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Παρουσίαση του νέου βιβλίου του Άγγελου Γέροντα "Εννέα. Τρυφερή Αθήνα" - Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013, 8:00 μμ


Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013, 8:00 μμ
Βιβλιοπωλείο art bar Ποιήματα & Εγκλήματα 
Αγίας Ειρήνης 17, Μοναστηράκι (60 μέτρα από το μετρό), τηλ.210-3228839


Με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του αφηγήματος του Άγγελου Γέροντα "Εννέα. Τρυφερή Αθήνα", οι Εκδόσεις Γαβριηλίδης" σας προσκαλούν στην εκδήλωση με θέμα: "Η Αθήνα που μας συγκινεί", όπου θα καταθέσουν σκέψεις και συναισθήματα για την πόλη που μεγαλώσαμε και βιώνουμε οι: Κώστας Κρεμμυδάς, ποιητής διευθυντής σύνταξης περιοδικού "Μανδραγόρας", Δημήτρης Οικονομίδης, ψυχίατρος ποιητής Χρήστος Σωτηρακόπουλος, δημοσιογράφος-συγγραφέας. Επιλογή, συρραφή και ανάγνωση κειμένων από την ηθοποιό και σκηνοθέτη Καίτη Μανωλιδάκη. Μουσική συμμετοχή: Ο Γιώργος Σπανός (φωνή-κιθάρα) και οι φίλοι του Γιώργος Πουλιάσης (τύμπανα) και  Γιώργος πολίτης (μπάσο).





Ο Άγγελος Γέροντας γεννήθηκε το 1962 στην Αθήνα. Είναι γιος των συγγραφέων Δημήτρη και Ράνιας Γέροντα. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά περιοδικά. Είναι ιατρός νευρολόγος.

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

Νέος ΕΣΠΕΡΟΣ online: Ο Γιώργος Σεφέρης τιμάται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας...

Νέος ΕΣΠΕΡΟΣ online: Ο Γιώργος Σεφέρης τιμάται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας...:     Στις 24 Οκτωβρίου 1963   Σ τις 24 Οκτωβρίου 1963 ο Γιώργος Σεφέρης έγινε ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Όπ...

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ



Η εικαστική έκθεση με τίτλο: «Βαδίζοντας με τον Καβάφη» φιλοξενείται στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, μέχρι τις 30 Οκτωβρίου και τελεί υπό την αιγίδα τού Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια.
Η έκθεση διοργανώνεται από το Παράρτημα Αλεξανδρείας του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού σε συνεργασία με την Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας, τη Σχολή Καλών Τεχνών του τοπικού Πανεπιστημίου, το Εικαστικό Επιμελητήριο Τεχνών της Κύπρου και την γκαλερί "Τεχνοχώρος" των Αθηνών.
Συμμετέχουν, με περισσότερα από 100 έργα ζωγραφικής, γλυπτικής, μεικτής τεχνικής, χαρακτικής και φωτογραφίας συνολικά 45 καλλιτέχνες, από τους οποίους 10 είναι από την Αλεξάνδρεια, 21 από την Κύπρο και 14 από την Ελλάδα. Ανάμεσά τους και η Τζίνα Δελλασούδα.
Όλα τα έργα δημιουργήθηκαν φέτος, μέσα από μια πολύμηνη διαδικασία εργαστηρίων, που λειτούργησαν στον χώρο του Παραρτήματος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού.
Καθ' όλη τη διάρκειά τους, καλλιτέχνες από τις τρεις χώρες συναντήθηκαν, συνεργάστηκαν, περιηγήθηκαν στην Οικία - Μουσείο Καβάφη, παρακολούθησαν ντοκιμαντέρ αφιερωμένα στον ποιητή, λογοτεχνικές βραδιές σε ποίηση του Καβάφη, που διαβάστηκε σε διαφορετικές γλώσσες και παρήγαγαν, σε ένα περιβάλλον ισότιμου διαπολιτισμικού διαλόγου, καινούριο καλλιτεχνικό έργο, εμπνευσμένο από τη μορφή και το έργο του τιμώμενου ποιητή.

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Κυκλοφόρησαν δυο αξιόλογα μυθιστορήματα "Τα ηράνθεμα θα ανθίσουν ξανά" και "Ο ύπνος των χιλίων ημερών" από τις εκδόσεις Ψυχογιός

NEEΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ.......................................


Τα ηράνθεμα θα ανθίσουν ξανά, 
του Γιώργου Πολυράκη
.Εκδόσεις Ψυχογιός, σελίδες 472.

Ηράνθεμο είναι το νυχτολούλουδο. Στη Βαλένθια του 1492, τη χρονιά που οι Εβραίοι εκδιώκονται από την Ισπανία και ο Χριστόφορος Κολόμβος ξεκινά για την εξερεύνηση που θα τον οδηγήσει στην Αμερική, οι κήποι είναι γεμάτοι ηράνθεμα. Σε μια εποχή που η Ιερά Εξέταση στέκεται αμείλικτη απέναντι σ’ εκείνους που έχουν διαφορετικές πεποιθήσεις, η ισπανική νομοθεσία προβλέπει ότι η γυναίκα εξακολουθεί να παραμένει παντρεμένη μέχρι να περάσουν είκοσι πέντε χρόνια από την εξαφάνιση του άντρα της και επιβάλλει την ποινή του θανάτου στους μοιχούς. Σ’ αυτή την εποχή του σκοταδισμού, η Σαρίτα και ο Αλφόνσο πλάθουν όνειρα, χωρίς να υποψιάζονται ότι η ανθρώπινη μισαλλοδοξία είναι αυτή που κρατά το κλειδί του πεπρωμένου τους.
Δίπλα τους ο Πάμπλο, πρωτοξάδελφος της Σαρίτα, και η Μαρισόλ, η καλύτερή της φίλη, ερωτεύονται παράφορα. Οι νύχτες τους μυρίζουν ηράνθεμo, ενώ από πάνω τους αιωρείται η απειλή της Ιεράς Εξέτασης, επειδή ο Πάμπλο είναι παπάς και για τη Μαρισόλ έχουν περάσει μόνο δέκα χρόνια από την εξαφάνιση του άντρα της, ένα μήνα μετά το γάμο τους. Ωστόσο, η πίστη ότι ο άνθρωπος μπορεί να υπομείνει το αβάσταχτο τους κάνει να κοιτάζουν προς τον ορίζοντα των επόμενων χρόνων και να ελπίζουν ότι θα έρθει η στιγμή που ο χρόνος δε θα έχει πια όρια. Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα που φανερώνει ότι «αν δεν ελπίζεις, δε θα βρεις το ανέλπιστο, που είναι ανεξερεύνητο και απλησίαστο».

~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο ύπνος των χιλίων ημερών, 
της Νικόλ – Άννας Μανιάτη, 
εκδόσεις Ψυχογιός, σελίδες 474.

Αν ο Σπύρος δεν είχε ξενυχτήσει το προηγούμενο βράδυ, αν είχε ακούσει το ξυπνητήρι του στις οκτώ, αν είχε τα απαραίτητα πέντε λεπτά στη διάθεσή του για να ελέγξει τα μηνύματα στον υπολογιστή και να δει ότι το ραντεβού των δέκα είχε μετατεθεί κατά μία ώρα αργότερα, δε θα είχε χάσει τη ζωή του. Τουλάχιστον, όπως αντιλαμβάνεται ο περισσότερος κόσμος την έννοια της ζωής! Ο Σπύρος Παπαγιάννης, στις δέκα παρά τέταρτο το πρωί της 23ης Μαρτίου 2005, έπαψε να υπάρχει. Για τρία ολόκληρα χρόνια! Η Μαρίνα Αγγελή, αδικημένη από τη φύση και τη ζωή, το απόγευμα της 23ης Μαρτίου 2005, ανακάλυψε ένα σημαντικό λόγο για να συνεχίσει να ζει. 
Η Ιωάννα και ο Αντώνης Δαμήρας, ευτυχισμένοι στα πενήντα τους, βρίσκονται μπλεγμένοι σε γεγονότα που τους ανατρέπουν τη ζωή. Και η Καίτη Καραπάνου, η όμορφη αρραβωνιαστικιά του Σπύρου, περιμένει το θαύμα που θα τον φέρει πάλι στην αγκαλιά της. Το πέρασμα του Σπύρου Παπαγιάννη στη ζώνη της ανυπαρξίας συμπαρασύρει τέσσερις ανθρώπους των οποίων η ζωή ανατρέπεται. 
Ανυποψίαστοι, μπλέκονται στον ιστό που η μοίρα θα υφάνει με άξονα τον Σπύρο, τον άνθρωπο που υπάρχει χωρίς να ζει. Παιχνίδια, καπρίτσια, μυστικά που περιμένουν πίσω από τις κλειστές κουρτίνες του μυαλού. Και κάπου πιο μακριά η ευτυχία παραμονεύει κι αυτή υπομονετικά…

Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Εκλεισε το ιστορικό βιβλιοπωλείο Εστία



To Σάββατο 30 Μαρτίου 2013 ήταν η τελευταία ημέρα λειτουργίας του ιστορικού βιβλιοπωλείου της Εστίας στην οδό Σόλωνος 60 στο κέντρο της Αθήνας...

Το βιβλιοπωλείο της Εστίας έχοντας ανοίξει από το 1885 λειτούργησε 128 συνεχόμενα έτη. Η μεταφορά του από την οδό Σταδίου στην οδό Σόλωνος, πριν από 21 χρόνια, ήταν η αιτία να μεταφερθούν πολλά βιβλιοπωλεία στον συγκεκριμένο δρόμο, και τελικά η περιοχή να γίνει αυτή με τα περισσότερα βιβλιοπωλεία στην πρωτεύουσα.
Οι φιλόξενοι χώροι του ιστορικού αθηναϊκού βιβλιοπωλείου αποτέλεσαν στέκι συγγραφέων και βιβλιόφιλων πολιτικών και δημοσιογράφων όλα τα χρόνια και μέχρι σήμερα, παρά την ύπαρξη πλέον των υπερσύγχρονων λαμπερών βιβλιοπωλείων - πολυκαταστημάτων.
Από τους πιο ιστορικούς θαμώνες της Εστίας στη Σόλωνος υπήρξε ο Φρέντυ Γερμανός, που καθισμένος με τις ώρες στους χώρους ξεφύλλιζε βιβλία και έπιανε κουβέντα με όποιον τον πλησίαζε. Η Εστία αποτελούσε το δεύτερο "πνευματικό σπίτι" του, μετά το πρώτο που βρισκόταν λίγα μέτρα πιο πάνω στον ίδιο δρόμο. Για το λόγο αυτό με πρωτοβουλία του Δήμου Αθηναίου έξω από το βιβλιοπωλείο υπάρχει σχετική μαρμάρινη αναμνηστική πλάκα.
Οι εκδόσεις της Εστίας θα συνεχίσουν κανονικά την δραστηριότητά τους. Το όμορφο και αγαπημένο βιβλιοπωλείο δυστυχώς δεν μπόρεσε να ανταπεξέλθει στις πιέσεις της οικονομικής κρίσης.

Η ιστορία ενός μεγάλου βιβλιοπωλείου
Η ιστορικός Αννα Καρακατσούλη στο έργο της Στη χώρα των βιβλίων - Η εκδοτική ιστορία του Βιβλιοπωλείου της Εστίας 1885-2010 (Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων) μάς παραδίδει την ιστορία του Βιβλιοπωλείου της Εστίας διατρέχοντας μια 125ετία πλούσια σε παραγωγή ιδεών και βιβλίων.
Αν σκεφθούμε ότι με την ίδρυση του ελληνικού κράτους ο αναλφαβητισμός ήταν σχεδόν γενικός στο σύνολο του πληθυσμού (το έτος 1879 ως αναλφάβητο καταγράφεται το 69,20% των ανδρών και το 92,96% των γυναικών), καταλαβαίνουμε τη σημασία της ίδρυσης και της εξέλιξης της Εστίας.
Η Εστία ξεκίνησε ως εβδομαδιαίο περιοδικό. Ιδρύθηκε το 1876 από τον Παύλο Διομήδη και το 1881 την ανέλαβε ο Τήνιος δάσκαλος Γεώργιος Κασδόνης. Ηταν χρονιά εθνικής ανάτασης, μια και μόλις είχαν προσαρτηθεί στη χώρα η Θεσσαλία και η Αρτα. Η Εστία συσπείρωσε γύρω της την περίφημη γενιά του 1880 η οποία διαπνεόταν από καινοτόμες αντιλήψεις (δημοτικισμός, ηθογραφία, σύγχρονη ζωή).
Διαρκής ανανέωση
Το Βιβλιοπωλείον της Εστίας δημιουργήθηκε από τον Γ. Κασδόνη το 1885 και στεγάστηκε στην οδό Σταδίου 32. Τη συνέχεια του εκδοτικού οίκου ανέλαβε ο ανιψιός του Ιωάννης Δ. Κολλάρος, ο οποίος θα συνδέσει το όνομά του με τα καλά εκπαιδευτικά βιβλία, το Πανελλήνιον Βιβλιογραφικόν Δελτίον, τις μεταφράσεις αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων κτλ. Το 1925 εισέρχεται στον εκδοτικό οίκο ο Κωνσταντίνος Σαραντόπουλος, ανιψιός του Ι. Δ. Κολλάρου, που θα αναλάβει την επιχείρηση μόνος του μετά τον θάνατο του θείου του, το 1956.
Ο Κ. Σαραντόπουλος θα συνδέσει το όνομά του με τη δημιουργία της περίφημης Σειράς Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας στην οποία θα στεγαστεί το σύνολο της γενιάς του ΄30. Το 1972 ο εκδοτικός οίκος περνάει στα χέρια της κόρης του Κ. Σαραντόπουλου, Μαρίνας (Μάνιας) Καραϊτίδη, η οποία θα ανανεώσει την εκδοτική παραγωγή με νέες σειρές και ονόματα. Τη συνέχεια κρατούν σήμερα τα παιδιά της κυρίας Μάνιας, η Εύα Καραϊτίδη στο εκδοτικό και ο Γιάννης Καραϊτίδης στο βιβλιοπωλείο. Η Εστία διατήρησε τον πνευματικό της ρόλο έχοντας όλα αυτά τα χρόνια δίπλα της το περιοδικό «Νέα Εστία» με διαδοχικούς διευθυντές σημαίνοντα πρόσωπα της λογοτεχνικής μας ζωής (Γρ. Ξενόπουλος, Π. Χάρης, Ε. Μόσχος, Στ. Ζουμπουλάκης - σήμερα). Μια ξεχωριστή μελέτη για το περιοδικό αυτό θα συνέβαλλε αποφασιστικά στη γνώση μας για τις εξελίξεις στο λογοτεχνικό τοπίο της χώρας μας.
Αυτό που διατήρησε την Εστία σε κορυφαία θέση ανάμεσα στους καλούς εκδοτικούς οίκους είναι η διαρκής τάση ανανέωσής της και από την άλλη πλευρά η εμμονή της σε βασικές αξίες: στη γλώσσα, στην καλή λογοτεχνία (σε μια εποχή που όλοι οι εκδότες αναζητούσαν το μπεστ σέλερ), στη μη εμπλοκή σε κομματικά - πολιτικά κατεστημένα, στη διαχρονική αγάπη για το βιβλίο. Σημαντικές πρωτοβουλίες στη νεότερη ιστορία της είναι οι δύο σειρές που δημιουργήθηκαν από την Εύα Καραϊτίδη μετά το 1985, χρονιά των 100 χρόνων δράσης του οίκου. Πρόκειται για τη σειρά με μεταφράσεις σημαντικών συγγραφέων όπως οι Γκ. Γκρας, Μ. Κούντερα, Φ. Σελίν κ.ά. και τη νέα λογοτεχνική σειρά που καθιέρωσε τη γενιά των συγγραφέων του 1980, όπως είναι ο Π. Τατσόπουλος, ο Χ. Χωμενίδης, ο Φ. Ταμβακάκης και πολλοί άλλοι.

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Κυκλοφόρησε το Μυθιστόρημα της Χαράς Ανδρεΐδου με τίτλο Ημερολόγια διαδρομών από τις εκδόσεις Ψυχογιός



Νεοελληνική πεζογραφία - Μυθιστόρημα
Χαρά Ανδρεΐδου
Ψυχογιός, 2013
σελ. 336 - Τιμή 15,50 €


 "Ποια μορφή μπορεί να πάρει η φιλία ανάμεσα σ' έναν άντρα και μια γυναίκα;" ρωτάει ο Γιάννης τις τρεις συνεπιβάτισσές του. Και δίνει μόνος του την απάντηση: "Κάθε μορφή".
Τρεις γυναίκες κι ένας άντρας, τέσσερις άνθρωποι, τέσσερις εκπαιδευτικοί, ταξιδεύουν καθημερινά μια ώρα δρόμο από τη Θεσσαλονίκη στα σχολεία τους και πάλι πίσω. Η σχέση τους ξεκινάει τυπικά, ευγενικά, επιφυλακτικά. Η παρουσία, όμως, του άντρα στο μικρόκοσμο των γυναικών και αντίστροφα δρα καταλυτικά για όλους, απελευθερώνει έναν άλλο εαυτό μέσα τους. Όλα αλλάζουν στην ψυχοσύνθεση, στην εμφάνιση, στη διάθεσή τους. Μέρα με τη μέρα, διαδρομή με τη διαδρομή, εμπιστεύονται, ανοίγονται, πλησιάζουν ο ένας τον άλλο, ξεπερνούν τα εμπόδια, αψηφούν τους κανόνες, δημιουργούν μια ιδιότυπη σχέση. Γίνονται φίλοι, κολλητοί, αδελφές ψυχές ερωτεύονται και προσπαθούν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, να χωρέσουν τον αλλιώτικο αυτό έρωτα μέσα στη ζωή τους. Αν μπορούν...

Ένα βιβλίο με μια διαφορετική, αισιόδοξη ματιά για τη φιλία, τον έρωτα, για τα όρια της εγγύτητας ανάμεσα στους ανθρώπους, τις μικρές στιγμές ευτυχίας που μας χαρίζει η ζωή. Αρκεί να έχουμε την ψυχή μας ανοιχτή και να τις αδράξουμε όταν περάσουν από δίπλα μας αναγνωρίζοντας ότι είναι μικρές... αλλά και πολύτιμες...

~~~~~ 
Χαρά Ανδρεΐδου

Η Χαρά Ανδρεΐδου γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Έχει σπουδάσει, σε ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια, Παιδαγωγικές Επιστήμες, Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης, καθώς και Μουσειολογία. Έχει κάνει διδακτορικό στην Κλασική Αρχαιολογία και μεταπτυχιακό στην Ανοικτή Εκπαίδευση. Εργάστηκε κατά διαστήματα σε όλους αυτούς τους τομείς, όπως και σε πολλούς άλλους, για να την κερδίσει στο τέλος η εκπαίδευση. Όπως λέει η ίδια: "Δε ζωγραφίζω, δε χορεύω, δεν ξέρω να παίζω μουσική, ο δικός μου τρόπος για να εκφράζομαι είναι με τις λέξεις..." Αποτέλεσμα του τρόπου της να εκφράζεται με τις λέξεις είναι το πρώτο της βιβλίο "Η αγάπη είναι πόλεμος".
Από τις εκδόσεις Ψυχογιός κυκλοφόρησε το 2011 επίσης το μυθιστόρημα Η αγάπη είναι πόλεμος.

Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

Το ταξίδι στην Ελλάδα - του Δημήτρη Νόλλα

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα 
του Δημήτρη Νόλλα "Το ταξίδι στην Ελλάδα" 
(εκδ. Ίκαρος)
alt

ο Acropolis Express είχε ξεκινήσει με ηλεκτρισμό και τώρα συνέχιζε με κάρβουνο. Στριμωγμένοι σ’ ένα κουπέ της δεύτερης θέσης είχαν περάσει τη νύχτα πλάι πλάι, αφήνοντας πίσω τους το Βελιγράδι, εκείνο το γλυκό του Οκτωβρίου βράδυ. Αχάραχτα ακόμη, και σε λίγο θα περνούσανε τα Σκόπια κι ύστερα τα σύνορα, υπολόγισε ο Αρίστος, για να φτάσουνε πριν το μεσημέρι στο τέλος του ταξιδιού τους, στη Θεσσαλονίκη, ρολάροντας πάνω σε ράγες κοντά είκοσι τέσσερις ώρες, απ’ όταν ξεκίνησαν χτες το πρωί, πρώτα με ηλεκτροκίνητο τρένο κι ύστερα με ατμομηχανή, που τώρα έστελνε μαύρες τούφες καπνού να ενωθούνε με τα σύννεφα. Το φεγγάρι, χαμηλά στον ορίζοντα και πριν αρχίσει να βασιλεύει, άπλωνε ένα φωτεινό παραμυθένιο πέπλο κι ασήμωνε την πλάση στην πιο σκοτεινή της ώρα.
Η γυναίκα που καθόταν πλάι του έτριψε τα μάτια της και χασμουρήθηκε. Ρώτησε, «Πού βρισκόμαστε» και σηκώθηκε. Έκανε κι εκείνος το ίδιο με μιαν αυτόματη κίνηση που δύσκολα έκρυβε την έγνοια του για τη συνοδό του, ρίχνοντας πίσω στο κάθισμα ένα ελαφρύ πανωφόρι που τον σκέπαζε όσο λαγοκοιμόταν. Στήθηκε έξω απ’ την τουαλέτα και σκέφτηκε ν’ ανάψει ένα τσιγάρο, όσο θα την περίμενε. Ατέλειωτο αυτό το νοτιοσλαβικό έμβολο, η βαλκανική κατηφορική ευθεία. Ανεβαίνουνε, κατεβαίνουνε οι άνθρωποι και τελειωμό δεν έχουν, συλλογιζόταν ο Αρίστος, ενώ το βλέμμα του ψηλάφιζε εκείνο το πηχτό γαλακτερό σκοτάδι που διέσχιζε ο συρμός, λες και θα μπορούσε να φέρει κοντύτερα την αυγή που την υποψιαζόταν να αχνοροδίζει πολύ πέρα, στο βάθος. Εκείνο που ’χε καρφωθεί στο κεφάλι του, πέρα από τη φροντίδα του γι’ αυτήν, ήταν τα λόγια της, όταν για πρώτη φορά είχε ανοίξει το στόμα της, απ’ την αρχή του ταξιδιού, και είχε πει, «Αχ, μωρέ παιδί μου, τι πράγματα είναι φορτωμένο το κεφάλι σου... φύλλα ξερά, πεσμένα και σάπια είναι γεμάτο». Κι όταν κάποια στιγμή είχαν απομείνει μόνοι τους στο κουπέ, είχε συνεχίσει με ανεξήγητη όρεξη, «Γι’ αυτό και νομίζεις πως κάποιος σαν κι εμένα ήταν με το μέρος του Κακού, πως είχα διαλέξει το λάθος· κι όχι το σωστό. Όχι με τον Αϊζενχάουερ, ούτε με τον Ζούκωφ ή με τον Μοντγκόμερυ. Κι όμως αν έκανες τον κόπο να μπεις στη θέση του άλλου, θα ’βλεπες το καπέλο μου, το δικό μου το καπέλο. Να βρίσκομαι αλλού ήταν απ’ τα μικρά μου χρόνια αυτό που ’κανε τη ζωή μου υποφερτή. Το καύσιμο που ’βαζε μπροστά τη μηχανή... κι αυτό το ντράγκα-ντρούγκα του βαγονιού πάνω στις ράγες, σφυριές μέσ’ στο κεφάλι μου, που δεν μ’ άφηναν να κοιμηθώ όσα μερόνυχτα μας πήρε για να φτάσουμε ίσαμ’ εκεί πάνω, περισσότερο κι απ’ τις βόμβες που ρίχνανε τα αεροπλάνα γύρω μας, ήξερα πως ήτανε το πάσο μου για κείνο το ταξίδι. Και μ’ άρεζε αυτό, γιατί μ’ έπαιρνε μακριά».

Κι όταν απόφαγαν ό,τι σαλάμια και ψωμάκια κουβαλούσε μαζί της και μοιράστηκαν μια σέρβικη μπίρα που είχε αγοράσει ο Αρίστος εκείνο το δίωρο της αναμονής τους στο Βελιγράδι, χωρίς ν’ ανταλλάξουνε μιλιά παρ’ όλες τις προσπάθειές του, και συνέχισαν να κατηφορίζουν νότια, η αφορμή για να ξανανοίξει το στόμα της, δόθηκε όταν είχε μπει ένας Γιουγκοσλάβος σέρνοντας δυο χαρτόκουτα δεμένα με σχοινί, στο ένα χέρι, ενώ με το άλλο τραβολογούσε τη γυναίκα του, χωρίς να την αφήνει από κοντά του. Την έβαλε να κάτσει απ’ τη μεριά της πόρτας κι αυτός κάθισε στη μέση, δίπλα στον Αρίστο κι απέναντι απ’ τη γυναίκα, την οποία από την πρώτη στιγμή που έσυρε την τζαμένια είσοδο του κουπέ, δεν είχε πάψει να την κοιτάζει εξεταστικά.

«Συμβαίνει κάτι, παλικάρι;» ρώτησε εκείνη απότομα κι ύστερα από λίγο είχε προσθέσει επιθετικά, «γιατί με κοιτάς έτσι, ρε;» Κι εκείνος ο επιβάτης με το αρπαγμένο πρόσωπο και τα πυρετικά μάτια, τα σκεπασμένα απ’ τα πυκνά κοκκινόξανθα φρύδια του, ένας φουκαράς ξωμάχος, της απάντησε και μίλησε ελληνικά, «Τι να συμβαίνει, καλέ; Να, έτσι... κάποια μου θύμισες και τρόμαξα. Τίποτα δεν συμβαίνει». Ο Αρίστος σκέφτηκε θα μπλέξουμε τώρα, και την κοίταξε αυστηρά, όταν σκύβοντας μπροστά τής ψιθύρισε, «Τον ξέρεις;» τη ρώτησε, κι όταν εκείνη ένευσε αρνητικά, ενώ συνέχισε να την επιπλήττει ανοιγοκλείνοντας τα χείλη του χωρίς να υψώσει τη φωνή του, της είπε, «Τότε, πώς του μιλάς έτσι, γαμώτο μου, τότε;» «Δεν έκανα τίποτα κακό, ελληνικά τού μίλησα», ψιθύρισε κι εκείνη, ακουμπώντας τα χείλη της στο αυτί του. «Και την άλλη φορά που ’χα περάσει από ’δώ», συνέχισε, «πάλι ελληνικά μίλησα», κι όταν ένιωσε την αμφιβολία να τρεμοπαίζει στα βλέφαρά του πρόσθεσε, «Δεν το πιστεύεις, ε;... κι όμως την ίδια γλώσσα μιλάμε όλοι μας».

Καλά· αρχίδια, σκέφτηκε ο Αρίστος και στράφηκε στο παράθυρο κοιτάζοντας το μαύρο σκοτάδι, κι αμέσως μετά, περισσότερο για να αποφορτίσει τη δικιά του ένταση, καθώς εκείνος ο αγρότης δεν έδειχνε να είχε προσβληθεί από τον τρόπο της γυναίκας, στράφηκε προς την πλευρά τους και ρώτησε, «Σέρβοι;» «Όχι, Μακεδόνες είμαστε», απάντησε ήρεμα εκείνος ο άνθρωπος, κι ο Αρίστος δεν κρατήθηκε και είχε πει, με μόλις καλυπτόμενο σαρκασμό, «Α! μάλιστα! Μακεδόνες...», για να προσθέσει γρήγορα γρήγορα και φαρμακερά, «κι εγώ, ο Σαλονικιός, τότε τι είμαι;» «Κι εσύ Μακεδόνας είσαι», είπε σταθερά εκείνος ο άντρας, ενώ απευθύνθηκε τώρα στη γυναίκα και συνέχισε λες και όλοι τους περίμεναν ν’ ακούσουν γιατί την είχε κοιτάξει εξεταστικά λίγο πριν. «Να, είσαι ολόιδια με μια ξαδέρφη μου, που παλιά τής είχε φανερωθεί ο προφητΗλίας στ’ όνειρο και της είχε ζητήσει να κάνει το σπίτι της μοναστήρι. Τον είχε δει, να, ολοζώντανο, μας έλεγε, μέσα σε μια μεγάλη φωτιά σαν λουλούδι, ανέβαινε-κατέβαινε, δεν θυμάμαι, και της είπε να κάνεις το σπίτι σου μοναστήρι. Να το χτίσεις και να μη φύγεις ποτέ απ’ τον τόπο, της παράγγειλε ο άγιος. Κι εκείνη δεν έφυγε, το ’φτιαξε με τα χέρια της, το ’ταξε στη χάρη του και σώθηκαν τόσες γυναίκες, γυναίκες που δεν μπόρεγαν να ησυχάσουν. Κι ύστερα πέθανε. Της μοιάζεις, πολύ της μοιάζεις· άσε που νομίζω πως έχουμε ξανασυναντηθεί... οι άνθρωποι συνέχεια χάνονται και βρίσκονται χωρίς τελειωμό», είχε προσθέσει θυμόσοφα μετά από μια μικρή παύση. «Να, κι εγώ όταν ανέβηκα στο τρένο, νόμισα που συνάντησα την ξαδέρφη μου, όταν σε είδα. Αλλά έτσι γίνεται καμιά φορά, ν’ ανταμώνουνε οι άνθρωποι στα λόγια των νεκρών, όταν σμίγουν με τους ζωντανούς», είπε και συνέχισε να την κοιτάζει επίμονα και εξεταστικά σαν να μπορούσε μέσα στο πρόσωπό της να διακρίνει τη νεκρή του ξαδέρφη.

«Κι εσείς; Τι δουλειά κάνετε; Πώς τα βγάζετε πέρα, εδώ πάνω;» ενδιαφέρθηκε τώρα να μάθει η γυναίκα, αγνοώντας τα τελευταία λόγια του συνταξιδιώτη τους, ή ίσως επειδή έγιναν αφορμή να τον προσέξει, έμοιαζε να ’χε βρει ξαφνικά την όρεξή της για κουβέντα κι όσα δεν είχε πει τόσες ώρες τα ξεφούρνιζε τώρα, λίγο πριν τους βρει η νέα μέρα στη Θεσσαλονίκη.

«Εμείς φέρνουμε παραγγελίες στο μοναστήρι, μια φορά το μήνα. Στους δυο, καμιά φορά. Αλεύρι, ζάχαρη, αλάτι, καφέ. Ό,τι χρειάζονται οι γερόντισσες απ’ τον κόσμο. Ό,τι μας ζητήσουν», κι έκανε μια κίνηση προς τα χαρτόκουτα, τα αφημένα στο διάδρομο. «Τους τα πηγαίνουμε, παίρνουμε ευλογία κι ύστερα πίσω στο χωριό». «Και πώς ζείτε ’δώ πάνω; Η ζωή πώς είναι;» επέμεινε η γυναίκα. «Να», είπε ήρεμα αυτός ο άνθρωπος, «σπέρνουμε καλαμπόκι, βάζουμε πατάτες, φασόλια, αυτά· δύσκολα». «Και δεν σκέφτηκες να φύγετε, να πάτε να δουλέψετε στη Γερμανία;» «Εμείς δεν φεύγουμε από ’δώ, καλέ κυρία· εμείς ψωμί και κρεμμύδι να τρώμε, εδώ θα μείνουμε». Δεν ξαναμίλησαν μέχρι που κατέβηκαν κι αποχαιρετίστηκαν, ενώ η νύχτα γλιστρούσε πάνω στα μάτια τους όπως το σκοτεινό κύμα της παλίρροιας κι ο Αρίστος συνέχισε να κοιτάζει τα χλομά φώτα του σταθμού εκείνης της μικρής μακεδονικής πόλης που άφηναν πίσω τους, όπου μια αφόρητη σιωπή σκέπαζε τους ρημαγμένους κήπους και τα σβηστά φώτα στους φανοστάτες των δρόμων.

Οι ελεγκτές των διαβατηρίων και οι τελωνειακοί ανοιγόκλειναν με επίπλαστη πολυπραγμοσύνη τις πόρτες των κουπέ, αφού είχαν μπει εν τω μεταξύ στο σταθμό των συνόρων, όπου θα περίμεναν καμιά ώρα, ίσως και πιο πολύ, όχι μόνο για τον έλεγχο των διαβατηρίων, αλλά και για την αλλαγή των ατμομηχανών, καθώς ο συρμός τους διασταυρωνόταν εδώ με το ελληνικό τρένο, που ’χε ξεκινήσει απ’ τη Θεσσαλονίκη για να κάνει την αντίστροφη με τη δικιά τους διαδρομή και σε λίγο θα ήταν η μηχανή του που θα τους έφερνε στον τελικό τους προορισμό. Της είπε, «Έλα, ας κατέβουμε να σε κεράσω έναν καφέ». Κι εκείνη ανταποκρίθηκε, «Να κατέβουμε, ναι· πιάστηκα τόσες ώρες», είπε και πρόσθεσε, «αλλά εγώ θα κεράσω».

Ο Καραμάνογλου είχε πει, όχι πολλά πολλά μαζί της, ούτε παραπανίσια έξοδα ούτε εξτρά, είναι μια δουλειά την οποία σου αναθέτω επειδή σου έχω εμπιστοσύνη, όταν πριν δυο βδομάδες του ζήτησε να συνοδέψει αυτή τη δυστυχισμένη γυναίκα στη Θεσσαλονίκη, όπου θα την παραλάμβαναν οι δικοί της. Ο ίδιος είχε μια μακρινή συγγένεια μαζί της, σχεδόν ξεχασμένη είχε πει, και γι’ αυτό τη νοιάστηκε. Τη λέγανε Χρυσάνθη κι είχε πάνω-κάτω τα διπλά χρόνια του Αρίστου. Του είχε εμπιστευθεί ένα-δυο πράγματα επιπλέον για κείνη, ίσα ίσα όσα χρειαζόταν να ξέρει. Μια ύπαρξη που ήρθε εργάτρια στη Γερμανία από τα χρόνια του πολέμου και με τον καιρό φαίνεται της είχε σαλέψει. Ο Αρίστος, γενικών καθηκόντων και βοηθός του Καραμάνογλου στη λαχαναγορά του Μονάχου, δέχτηκε χωρίς συζήτηση την αποστολή, καθώς ένιωσε πολύ τυχερός, αφού του δινόταν η ευκαιρία με πληρωμένα εισιτήρια να κατέβει στην Ελλάδα, απ’ όπου έλειπε κοντά τρία χρόνια.
Το κίνητρό του δεν ήταν αποκλειστικά και μόνον η ευκαιρία ενός ταξιδιού με πληρωμένα εισιτήρια, ήταν κι η περιέργειά του για την πορεία που είχε ακολουθήσει εκείνη η γυναίκα, καθώς από την πρώτη στιγμή είχε αναρωτηθεί, τι διαδρομή μπορεί να είχε κάνει ένας άνθρωπος από τα μέρη της Πτολεμαΐδας για να βρεθεί το 1943 να δουλεύει σε γερμανικό εργοστάσιο, την ώρα που είχε πάρει φωτιά ο κόσμος όλος."
alt 
*από το: