"Ευγενία" Ποίηση
του Αντώνη Δ. Σκιαθά
εκδόσεις Πικραμένος
Οι κώδικες του ποιητικού βίου
Ο ποιητικός λόγος με την ελλειπτικότητα, τη μεταφορικότητα, την υπαινικτικότητά του έχει τους δικούς του δρόμους προσέγγισης, ένα για κάθε αναγνώστη του, που λες ότι μόνο γι’ αυτόν μένει ανοιχτός. Πίσω από μια λέξη, μέσα σε ένα δισήμαντο στίχο, με την υποψία της ερμηνείας εισέρχεσαι στο ποίημα θαρρώντας πως βρήκες το πέρασμα για τα ενδότερα. Δεν έχει σημασία, ωστόσο, αν συναντήσεις τη σκέψη του ποιητή, κι αν ταυτιστείς με τη δική του αφορμή. Έτσι κι αλλιώς αυτή εξ αρχής «θνητή» ήταν και μοίρα της να πεθάνει μόλις πάρει μορφή το ποίημα, που ανήκει πλέον -με μια ιδιόμορφη σχέση ιδιοκτησίας ή ιδιοχρησίας- στον αναγνώστη του. Αυτές τις σκέψεις κάνω διαβάζοντας την «Ευγενία», την ποιητική κατάθεση του Αντώνη Σκιαθά μετά από την ηθελημένη σιωπή του, ίσως επιβεβλημένη έσωθεν από την ανάγκη επεξεργασίας εικόνων και παραστάσεων (σιώπησα και ασκήθηκα ως όφειλα εν οδοιπορία ποιήσεως), κατά πως πρέπει να κάνει ο κάθε ποιητής με το συσσωρευμένο μέσα του βιωματικό υλικό. Έτσι, σ’ αυτό το βιβλίο ο ποιητής είδε, άκουσε, πέταξε και κράτησε, και δίνει τώρα μια συνολική θεώρηση με τον -κρυπτικό αναπόφευκτα- ποιητικό λόγο. Εισέρχομαι, έτσι, με την αθωότητα της ανάγνωσης και ανακαλύπτω τα σημεία, τους κώδικες επικοινωνίας του ποιητή, με τη γνώση ότι το ποίημα είναι το ενδιάμεσο (με τη διαχρονικότητα να λειτουργεί υπέρ του) ανάμεσα στον δημιουργό και στον αναγνώστη του.
Στην προμετωπίδα η φράση του παιδιού:
Αυτό το ουράνιο τόξο
βγάζει αίμα
Θα μπορούσε να είναι η ποιητική φράση που ανοίγει το βιβλίο. Είναι όμως μια αθώα ματιά σε ένα ουράνιο τόξο που θυμίζει αιμάσσον σώμα. Και έτσι απρόσμενα πολύ ανοίγει η ποιητική κατάθεση του Αντώνη Σκιαθά. Με το βλέμμα του παιδιού να κοιτάζει προς το μέλλον, ο ποιητής κοιτάζει πίσω και αριθμεί προγόνους και γεννήτορες φθάνοντας στους κοντινούς στον χρόνο, συγγενείς και επιγόνους. Μια τακτοποίηση της ζωής, μια ανάγκη επανασύνδεσης με όσους και όσα (πρόσωπα, τόπους, πράγματα) οριοθετούν τη μοναδική ύπαρξη. Γιατί χωρίς αυτές τις συνδέσεις χάνεσαι. Θα γράψει ο ίδιος:
Η Τριλογία,
«Οι πρόγονοι στα ιερά του Μελάμποδα»
«Οι γεννήτορες στη νήσο των Σπετσών»
«Οι συγγενείς στα ιαματικά νερά της Αιδηψού»,
θα μπορούσε να έχει εκδοθεί σε τρεις αυτόνομες εκδόσεις.
Επέλεξα συνειδητά, όμως, να εκδοθεί με το γενικό τίτλο «Ευγενία», συμπληρωμένη με τα αναγκαία σχόλια και τις αντίστοιχες σελίδες ημερολογίου, υπηρετώντας με αυτόν τον τρόπο το όλον της «πυθαγόρειας» σιωπής και με τον τρόπο της πλατωνικής θέασης, τους κώδικες του ποιητικού βίου.
Την επαφή με όλα αυτά τα μνημονευόμενα εδώ ο ποιητής την επιτυγχάνει κινητοποιώντας τη μνήμη. Τη μνήμη την προσωπική και πλούσια σε βιώματα, αλλά και τη συλλογική μνήμη που λειτουργεί γενιά τη γενιά διαμορφώνοντας το βαρύ φορτίο του συνειδητού βίου.
[…]
Έφυγαν
την πρώτη εσπέρα του αιώνα,
ασίκηδες του μυστικού θιάσου της πατρίδας,
ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος,
ο Άρης Βελουχιώτης,
ο Γεώργιος Μπουζιάνης,
ο Νικόλαος Πλουμπίδης,
ο Έκτορας Κακναβάτος
και η μητέρα μου
Ράμπελα Στυλιανού
και τόσοι άλλοι όμορφοι Έλληνες
Ελλήνων γόνοι.
Και δεν είναι μόνον ο χρόνος που μετράει τις αποστάσεις από το σήμερα του ποιητή και χωρίζει τους παλαιότερους σε προγόνους και γεννήτορες αναμειγνύοντάς τους ταυτόχρονα με τους συγγενείς και επιγόνους. Είναι πιο πολύ η επίδραση στους τωρινούς, το βάθος του επηρεασμού, η αξία του ήθους που μεταδόθηκε στους επόμενους και διαμόρφωσε τη ζωή τους πάνω στα σωστά και τα λάθη.
[…]
Καθώς και τούτη
αλλά
και οι άλλες ζωές
προδομένες είναι
και θα είναι
στα ίδια πάθη μας.
Και όπως προχωρά η μνεία των προσώπων και χτίζεται σιγά μέσα στους στίχους το νόημα της συνέχειας, εκεί κάπου στο τρίτο κομμάτι (στους συγγενείς) θα ακουμπήσει ο ποιητής κι αυτό, που από μόνο του θα αρκούσε για να δείξει το αθέατο μα ισχυρό δέσιμο, το άφευκτο προφητικό που ρίχνει τη σκιά του πάνω στις γενιές:
Ποιος είναι ο νικητής
μου είπε η κόρη μου
καθώς σχημάτιζε καρπούς
στο σώμα της.
Ήθελε να γνωρίζει
ποιος είναι αυτός που κερδίζει
τις μάχες στις εύφορους εξόδους
των πρώτων
και των δεύτερων χρόνων της γέννας.
Ποιος δηλαδή
συνομιλεί με τη θεία βάσανο
του ατελούς θνητού;
Της είπα ότι μία είναι η μάχη
κι αυτή παντοτινά θα είναι
χαμένη και για μένα αλλά
και γι’ αυτήν.
Η διαφορά μεταξύ μας όμως
είναι ότι αυτή θα δει το νικητή
καθώς θα με κουρσεύει
σε αφύτευτο ελαιώνα.
Μας έχει προϊδεάσει από το αρχικό ποίημα Δραπέτης χρόνος για τους μοιρασμένους ρόλους αλλά και την κοινή μοίρα, για την αίσθηση του χρέους αλλά και για το ενδεχόμενο μιας ήττας:
[…]
με λέξεις, στίχους και σκέψεις,
ανοίξαμε τις εκκλησιές
και σώσαμε στα μανουάλια φως,
για τις μεγάλες νύχτες
και αυτού του θέρους,
για τις μεγάλες νύχτες
και αυτού του αφανισμού.
Των προγόνων.
Των γεννητόρων.
Των συγγενών.
Των επιγόνων.
Όσο για τον προφητικό χαρακτήρα που αναπόφευκτα παίρνει ο λόγος ο ποιητικός, όταν αναζητά μέσα στα χρονικά διαστήματα τα μοιραία συναπαντήματα, μας οδήγησε στο σκηνικό των ιερών του Μελάμποδα, κείνου του μακρινού που έδωσε τη θέρμη της διονυσιακής λατρείας, τον οίστρο και τη θεϊκή μανία, μήπως μπορέσουν οι θνητοί να ενωθούν -έστω για λίγο- με το αθέατο του κόσμου.
Ο ποιητής θα περιπλανηθεί ανάμεσα σε μνήμες προσωπικές αλλά και συλλογικές:
[…]
στο θέρος του Αυγούστου,
ο αντίλαλος του Αχέροντα
στο στέρνο
των Περσών
περιφρονεί τους ποιητές,
που έθεσαν τους όρους της ταφής
ανώνυμων και επώνυμων,
πριν φτάσουν στο στενό
π’ άγιασαν Λάκωνες
αρσενικοί και τυχεροί οπλίτες.
Και αλλού πάλι:
[…]
Πέρασαν τα όρια
των επαναστάσεων
γεμάτα ανθρώπινα μέλη
και μισοφαγωμένα σεντόνια
από κορμιά με ατελή σκέλη.
Και αλλού θα βρει τα αγαπημένα πρόσωπα, κομμάτια κι αυτά της αλυσίδας:
[…]
Αγκάλιασε την όρθια κολόνα,
κομματιάστηκε μαζί της.
Γέμισε ο κήπος παπαρούνες,
τον είδα έτσι νέο
πριν φύγει για φαντάρο
τον πατέρα.
Νιώθω διαβάζοντας πως ο ποιητής θέλει να προφτάσει να τα βάλει όλα αυτά στο ποίημα, να γεμίσει τον κόσμο μας με εικόνες από τον κόσμο τον δικό του, να μας συμπεριλάβει στο τοπίο του, από όπου κι αν καταφέρει ο κάθε αναγνώστης (γιατί είναι οι χρόνοι άλαλοι και οι γραφές για λίγους) να εισχωρήσει λάθρα ή όχι και να εννοήσει τι γίνεται εδώ. Η Ευγενία του Αντώνη Σκιαθά, κι ας ξεκινά με μια τόσο προσωπική αναφορά στην Ευγενία – Μιχαέλα Α. Σκιαθά, κατορθώνει να μιλήσει σε όλους μας. Αρκεί να είναι: